- φλουοροουρακίλη
- η, Ν(φαρμ.) κυτταροστατικό φάρμακο, ανταγωνιστικό τής πυριμιδίνης, χρησιμοποιούμενο στη θεραπεία τού μαστού, τού στομάχου, τού εντέρου, τού παγκρέατος, τών ωοθηκών κ.α. υπό μορφή ενέσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fluorouracile].
Dictionary of Greek. 2013.